- φαιδρύνομαι
- φαιδρύνομαι, φαιδρύνθηκα βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φαιδρύνομαι — φαιδρύ̱νομαι , φαιδρύνω make bright aor subj mid 1st sg (epic) φαιδρύ̱νομαι , φαιδρύνω make bright pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
уясняюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (φαιδρύνομαι) просветляюсь … Словарь церковнославянского языка
φαιδρύνω — ΝΑ [φαιδρός] καθιστώ κάποιον ή κάτι φαιδρό, χαροποιώ, ευφραίνω («οὔ με φαιδρύνει λόγος», Αισχύλ.) νεοελλ. προκαλώ φαιδρότητα, θυμηδία αρχ. 1. καθαρίζω κάτι και τό κάνω να λάμπει («θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν», Ευρ.) 2. παθ. φαιδρύνομαι γίνομαι… … Dictionary of Greek
ԱՐՏԱՓԱՅԼԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0380 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 12c ձ. ԱՐՏԱՓԱՅԼԵՄ ԱՐՏԱՓԱՅԼԻՄ. φαιδρύνομαι splendeo Արտաքս փայլիլ, ճառագայթել, ծագել. Նշողել. ցոլանալ. պայծառանալ. *Արտափայեցին իբրեւ զարգակն ʼի մէջ տիեզերաց:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՈՒԱՐԹԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0743 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c չ. ἁγαθύνομαι bonus sum εὑδοκέω complaceo. եւ ըստ հյ. ἰλαρύνομαι, φαιδρύνομαι hilaresco, laetificor Զուարթ լինել. եւ Զուարճանալ. բարեկրիլ. բերկրիլ. ... *Զուարթացան սիրտք իւրեանց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)